
Ίδια,
άσπιλα χιόνια,
εξίσου όμορφα καλύπτουνε
τους βράχους τους αγέρωχους
και τις πηχτές τις λάσπες…
[24 Ιανουαρίου 2017 – #370Π]
Δεν ήταν η στιγμή σημαντική,
χαρακιά δεν θα άφηνε στο χρόνο…
Μα και αυτός δεν ήτανε,
που θα ‘λειπε από κανένα,
όταν με το κεφάλι σκυφτό
– τον ήλιο άραγε μη δει και μετανιώσει –
τα λιγοστά κατέβηκε στο σπίτι του σκαλιά. (περισσότερα…)
Κάθε μέρα πια,
όλο και νωρίτερα πρέπει να ξεκινάει,
αν θέλει στην ώρα του να φτάσει…
Θυμάται κάποτε που με μια ανάσα,
ανέβαινε στα βράχια…
Tώρα όμως τσακίσανε τα πόδια του τα χρόνια,
μόνιμα τα μάτια του δακρύσανε τα τόσα τα φεγγάρια,
και αυτά τα δόντια τα τρομερά, μαράθηκαν στο στόμα…
Αυτός που κάποτε αρχηγός,
στην μεγαλύτερη αγέλη ήταν των λύκων
τώρα τα βήματα στις μετρημένες ανάσες του ξοδεύει,
καθώς το βράδυ για το βράχο,
το φεγγάρι να φωνάξει ξεκινάει…
Δεν είναι που φοβάται την απότομη πλαγιά,
ούτε που δεν τον κρατάν τα πόδια!
Τον κόπο στιγμή δεν λυπάται,
στα μοναχικά στερνά του χρόνια…
Είναι που φοβάται πως κάποια νυχτιά,
όταν θα ανέβει ψηλά,
στο βράχο για να το φωνάξει,
το φεγγάρι να βγει θα αρνηθεί…
Τότε ξέρει, πως η καρδιά του θα σπάσει…
[Ποιητικά #181 – 15 Μαρτίου 2014]
Τι ήταν αυτό που τον ξύπνησε, δεν το κατάλαβε…
Τη μια στιγμή το μαξιλάρι ίδρωνε και τώρα,
στην άκρη του κρεβατιού το βλέμμα στένεψε,
τις μύτες θαρρείς των ποδιών μετράει
να πιαστεί από κάπου,
στην πραγματικότητα να επιστρέψει…
Γιατί πολύ φοβάται,
πως απ’ το κρεβάτι κάτω
το χάος περιμένει… (περισσότερα…)